- ἀμφίσφαλσις
- ἀμφί-σφαλσις, εως, ἡ,A circumduction, Art.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφίσφαλσις — ἀμφίσφαλσις ( εως), η (Α) [ἀμφισβάλλω] περιστροφή … Dictionary of Greek
ἀμφίσφαλσιν — ἀμφίσφαλσις circumduction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφισφάλλω — ἀμφισφάλλω (Α) κάνω κάτι να περιστρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + σφάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίσφαλσις] … Dictionary of Greek